- σιδηρόφιλος
- -η, -ο, Ν1. (ανατ.-φυσιολ.) α) (για κυτταρικά στοιχεία) αυτός που χρωματίζεται καλά με ενώσεις σιδήρουβ) (για κύτταρα ή ιστούς) αυτός στον οποίο εναποτίθεται σίδηρος, όταν υπάρχει υπερπροσφορά τού στοιχείου αυτού2. φρ. «σιδηρόφιλα στοιχεία»γεωλ. τα χημικά στοιχεία που έχουν την τάση να σχηματίζουν ενώσεις ή κράματα με τον σίδηρο και το νικέλιο και τα οποία, πιθανώς, έχουν εμπλουτίσει τον πυρήνα τής Γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -φίλος (< φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.